- διαπρύσιος
- -α, -ο (AM διαπρύσιος, -α, -ον)αυτός που υπερασπίζεται ζωηρά κάτι, ένθερμος υποστηρικτής («διαπρύσιος κήρυξ»)αρχ.1. διαπεραστικός, οξύς2. αυτός που έχει διαπεραστική φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία σύνθετη λ. η οποία στο β' συνθετικό παρουσιάζει μορφολογική ομοιότητα με το τηΰσιος*. Υπετέθη ότι ανάγεται σε τ. *δια-πρύτιος, τού οποίου το θ. συνδέεται με τ. διαπρό*το -τ- θεωρείται ενθηματικό στοιχείο προς αποφυγήν τής χασμωδίας το δε δυσερμήνευτο -υ-, αντί τού -ο-, αιολισμός. Αναπόδεικτη παραμένει η σύνδεση τού τ. με τη λ. πρύτανις, ενώ το ίδιο αβέβαιη είναι και η παραγωγή τής λ. από το διαπείρω με επίθημα υ + τᾱ (πρβλ. αρχ. ινδ. bahutā- «μεγάλος αριθμός»)].
Dictionary of Greek. 2013.